φαναρ(ι)τζής

φαναρ(ι)τζής
ο
1) изготовитель фонарей; 2) жестянщик; 3) тот, кто помогает влюблённым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φαναρ(ι)τζής" в других словарях:

  • φαναρ(ι)τζής — ο, Ν 1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός 2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής 3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. τζής*] …   Dictionary of Greek

  • φαναρ(ι)τζής — ο πληθ. ήδες 1. ο φανοποιός, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής. 2. μτφ., αυτός που κρατάει φανάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαναρ(ι)τζήδικο — το, Ν [φαναρ[ι]τζής, ήδες] το εργαστήριο τού φαναρ(ι)τζή …   Dictionary of Greek

  • φανοποιός — ο, Ν ο φαναρ(ι)τζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται στον Πρυτανικό Λόγο τού 1865] …   Dictionary of Greek

  • κολληταρτζής — και κολλητηρτζής, ο 1. ειδικός στη συγκόλληση υδραυλικών συσκευών ή την κάλυψη οπών σε μαγειρικά ή άλλα σκεύη 2. αυτός που «κάνει κολλητήρι», ο εφαψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητήρι + επίθημα τζής, με επίδραση παρ. όπως είναι το φαναρ τζής] …   Dictionary of Greek

  • σαμαρτζής — ο, Ν σαμαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάρι + κατάλ. τζής (πρβλ. φαναρ τζής)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»